λακισμα

λακισμα
    λάκισμα
    -ατος (λᾰ) τό лоскут, обрывок, pl. лохмотья
    

(πέπλων Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λακισμα" в других словарях:

  • λάκισμα — that which is torn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκισμα — το (Α λάκισμα) [λακίζω] νεοελλ. γλάκημα, τροπή σε φυγή αρχ. κομμάτι από σχισμένο πράγμα, ξεσκλίδι, ράκος («τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα πέπλων λακίσματ , ἀδόκιμμ ὀλβίοις ἔχειν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • λακίσματα — λάκισμα that which is torn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακίσματ' — λακίσματα , λάκισμα that which is torn neut nom/voc/acc pl λακίσματι , λάκισμα that which is torn neut dat sg λακίσματε , λάκισμα that which is torn neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»